- ἐκπιεστήριον
- ἐκ-πιεστήριον, τό, Presse
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἐκπιεστήριον — press neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκπιεστήριο — το (AM ἐκπιεστήριον) όργανο με το οποίο γίνεται η εκπίεση … Dictionary of Greek